- σημαδεμένο
- işaretli, işaretlenmiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σημαδεμένος — η, ο 1. σακάτης: Από σημαδεμένο άνθρωπο τι περιμένεις; 2. μαρκαρισμένος: Σημαδεμένο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραστολιάζω — [παράστολος] παραμορφώνω, ακρωτηριάζω, σακατεύω, κάνω κάποιον ή κάτι σημαδεμένο … Dictionary of Greek
Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του- — (Cro Magnon). Πληθυσμός του Homo sapiens (έμφρονος ανθρώπου), ο οποίος χρονολογείται κατά την ανώτερη παλαιολιθική περίοδο (πριν από 35.000 10.000 χρόνια). Ίχνη του βρέθηκαν σε ένα βραχώδες σημείο της τοποθεσίας Κρο Μανιόν της Δορδόνης (Ντορντόν) … Dictionary of Greek
Μιούνι, Πολ — (Paul Muni, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Meshulom Meyer Weisenfreund, Λέμπεργκ, Αυστρία 1895 – Σάντα Μπάρμπαρα, Καλιφόρνια 1967). Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος ηθοποιών που έπαιζαν σ’ έναν θίασο γίντις στην Αυστρία,… … Dictionary of Greek